- ισημερινός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με τον ισημερινό ή την ισημερία: Ισημερινά σημεία.————————ο1. νοητός κύκλος της Γης, του οποίου το επίπεδο την κόβει κάθετα προς τον άξονα περιστροφής της σε δύο ίσα ημισφαίρια, το βόρειο και το νότιο.2. νοητός κύκλος, αντίστοιχος προς τον ισημερινό της Γης, που κόβει την ουράνια σφαίρα σε δύο μέρη: Ουράνιος ισημερινός.3. μτφ., κάθε νοητή γραμμή που χωρίζει ένα σφαιρικό σώμα σε δύο ίσα μέρη: Ισημερινός του κυττάρου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.