ισημερινός

ισημερινός
-ή, -ό
αυτός που έχει σχέση με τον ισημερινό ή την ισημερία: Ισημερινά σημεία.
————————
ο
1. νοητός κύκλος της Γης, του οποίου το επίπεδο την κόβει κάθετα προς τον άξονα περιστροφής της σε δύο ίσα ημισφαίρια, το βόρειο και το νότιο.
2. νοητός κύκλος, αντίστοιχος προς τον ισημερινό της Γης, που κόβει την ουράνια σφαίρα σε δύο μέρη: Ουράνιος ισημερινός.
3. μτφ., κάθε νοητή γραμμή που χωρίζει ένα σφαιρικό σώμα σε δύο ίσα μέρη: Ισημερινός του κυττάρου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἰσημερινός — equinoctial masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • ἰσημερινά — ἰσημερινός equinoctial neut nom/voc/acc pl ἰσημερινά̱ , ἰσημερινός equinoctial fem nom/voc/acc dual ἰσημερινά̱ , ἰσημερινός equinoctial fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσημερινῶν — ἰσημερινός equinoctial fem gen pl ἰσημερινός equinoctial masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσημερινόν — ἰσημερινός equinoctial masc acc sg ἰσημερινός equinoctial neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσημεριναῖς — ἰσημερινός equinoctial fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσημεριναί — ἰσημερινός equinoctial fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσημερινοῖς — ἰσημερινός equinoctial masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσημερινοί — ἰσημερινός equinoctial masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”